lemma:> | φραγκοκίλερ, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Από τη λέξη φράγκο και την αγγλική killer (= δολοφόνος). Παιγνιώδης απόδοση της λέξης "φραγκοφονιάς". |
meaning: | Φιλάργυρος, τσιγκούνης. |
thematic category: | - |
synonyms: | ταλιροφονιάς |
opposites: | - |
examples of use: | Το πρόβλημα του Έλληνα είναι ότι είναι φραγκοκίλερ κουτοπόνηρος και δεν θέλει να πληρώνει συγκεκριμένους κλάδους επαγγελματιών. |
source: |
|
linguistic classification: | Υβριδικός σχηματισμός. |
registered in dbase: | 03-05-2014 20:03:24 PM |
author: | Φουρνoγεράκη Θεώνη |