lemma:> | διπλοπρόφιλο, το |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τις λέξεις διπλός και προφίλ. |
meaning: | Η δημιουργία ενός δεύτερου - ψεύτικου προφίλ από ένα άτομο στο Διαδίκτυο (μέσα κοινωνικής δικτύωσης, φόρουμ, μπλογκ κτλ.). |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Όταν δεν μπορείς να γνωρίζεις με ποιον συζητάς, αν ο λογαριασμός είναι διπλοπρόφιλο, τότε μπορεί και να ΜΗΝ θέλεις να ξέρει τα προσωπικά σου στοιχεία Boltseed ο κάθε μαλάκας τυχαίος καμένος στο ίντερνετ. |
source: |
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 03-05-2014 20:38:22 PM |
author: | Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα |