ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  χαρντκοράς, ο / χαρντκόρι, το
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από την αγγλική λέξη hardcore και το επίθημα -άς/-ι.
meaning:  

α) Ο οπαδός της hardcore μουσικής.

β) Ο σκληροπυρηνικός, ο αδιάλλακτος στις απόψεις του.

 

 

thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  

α) Ο Έλληνας ροκάς / μεταλάς / πάνκης / χαρντκοράς κτλ., όπως κάθε Ελληνας που σέβεται (μόνο) τον εαυτό του, ξέρει τα πάντα, πάντα έχει δίκιο.

β) Έχει τα καλύτερα κρέατα και βασικά το καλύτερο κοτόπουλο που παίζει, θα καραγουστάρεις. Αν είσαι χαρντκοράς μερακλής και δεν διστάζεις να ρισκάρεις να περάσεις ολόκληρη την επόμενη μέρα στην τουαλέτα όπως εγώ, θα βρείς διάσπαρτα στην πόλη διάφορα καταγώγια-τρύπες που μέσα ίσα χωράει ένας άνθρωπος να περάσει, με μια μπάρα και καρέκλες.

source:  

α) palo.gr

β) insomnia.gr

 

linguistic classification:  -
registered in dbase:  03-05-2014 20:41:37 PM
author:  Φουρνoγεράκη Θεώνη

 

 

RETURN TO THE CHARACTER χ - Χ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.17.181.122