lemma:> | χτιστός, -ή, -ό |
part of speech:> | Adjective |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | - |
meaning: | Χαρακτηρίζει άτομο ή σώμα πολύ γυμνασμένο και μυώδες. |
thematic category: | - |
synonyms: | μπιλντέρι, μπρατσόνι, σφίχτερμαν, σφίχτης, τουμπανέιρο, τουμπανιάρης, τούμπανο, φουσκωτός |
opposites: | - |
examples of use: | Ο Μπανκς είναι ένας γκαρντ με ύψος 1.88, χτιστό κορμί και ένα aggressive στιλ -σε επίθεση και άμυνα- που παράγεται κυρίως από τη σωματοδομή του. |
source: |
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 04-05-2014 10:05:03 AM |
author: | Φουρνoγεράκη Θεώνη |