lemma:> | φουσκωτός, -ή, -ό |
part of speech:> | Adjective |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | - |
meaning: | Ο πολύ γυμνασμένος και μυώδης. |
thematic category: | - |
synonyms: | μπιλντέρι, μπρατσόνι, σφίχτερμαν, σφίχτης, τουμπανέιρο, τουμπανιάρης, τούμπανο, χτιστός |
opposites: | - |
examples of use: | Ο μπασίστας σκέφτηκε, ορθώς if you ask me, “αφού παίζω μπάσο και δεν μου δίνει κανείς σημασία, ας πάω γυμναστήριο”. Είναι ένας φουσκωτός τύπος με κολλητό V, τσουλούφι και μόνιμο duckface, δεν μπορώ να αποφασίσω αν είναι μεγαλύτερος πόζερος απ’ τον κιθαρίστα Νο.1. Βασικά αποφάσισα μέσα σε 1’’, είναι. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 04-05-2014 10:08:15 AM |
author: | Φουρνoγεράκη Θεώνη |