ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  ψάρακ(λ)ας, ο / ψαρούκλα, η / ψαρούκλας, ο
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λέξη ψάρι και το επίθημα -ακας/-ακλας/-ούκλα.
meaning:  

α) Ο νεοσύλλεκτος στον στρατό.

β) Χαρακτηρισμός για άτομο που αρχίζει μια νέα δραστηριότητα, εργασία κτλ.

thematic category:  -
synonyms:  

α) κωλόψαρο, ποντικαράς

β) νέοπας, νεούδι, νουμπάς

opposites:  α) λέουρας, παλαίουρας
examples of use:  

α) Κ πώς ξαφνικά θα τους εμφανίσω πιστοποιητικό? Εννοώ δεν θα μου την πουν (ψαρούκλας)?

 β) Είσαι δύσκολη περίπτωση, αδερφάκι μου. Επειδή είσαι πρωτάρης (και γω ψάρακας είμαι) άκου 2 πράγματα που πρέπει να έχεις στο νου σου πριν επιλέξεις…..

source:  

α) electricrequiem.com

β) mybike.gr

linguistic classification:  -
registered in dbase:  04-05-2014 10:14:19 AM
author:  Φουρνoγεράκη Θεώνη

 

 

RETURN TO THE CHARACTER ψ - Ψ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.145.33.230