lemma:> | ψωλοβρόντης, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τις λέξεις ψωλή και βροντάω. |
meaning: | Σε υπερθετικό βαθμό ο μαλάκας. |
thematic category: | - |
synonyms: | πεοκρούστης, ψωλοκόπανος |
opposites: | - |
examples of use: | Μόλις πάει σε άλλη ομάδα που δεν είναι χτισμένη να παίζουν όλοι για πάρτη του θα φανεί τι ψωλοβρόντης είναι. |
source: |
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 04-05-2014 10:33:53 AM |
author: | Φουρνoγεράκη Θεώνη |