lemma:> | ψωλοκόπανος, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τις λέξεις ψωλή και κοπανάω. |
meaning: | Σε υπερθετικό βαθμό μαλάκας. |
thematic category: | - |
synonyms: | πεοκρούστης, ψωλοβρόντης |
opposites: | - |
examples of use: | Δε θα αρχίσει ο αγώνας, λέει ο ψωλοκόπανος... και όλο αυτό επειδή ήταν έξω από τα κάγκελα 2 άτομα;;; Τι μαλάκες... |
source: |
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 04-05-2014 10:35:14 AM |
author: | Φουρνoγεράκη Θεώνη |