lemma:> | ψωλόκρυο, το |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τις λέξεις ψωλή και κρύο, κατά το "ψοφόκρυο". |
meaning: | Υπερβολικό κρύο. |
thematic category: | - |
synonyms: | πουλόκρυο, πουτσόκρυο |
opposites: | - |
examples of use: | Δεν μπορούσες να φορέσεις τζάκετ αν έκανε ψωλόκρυο, αλλά μόνο όταν δινόταν η διαταγή να φορέσουν ΟΛΟΙ τζάκετ γιατί πρέπει να υπάρχει... ομοιομορφία! Αν κρίνουμε από το προφανές πως το τζάκετ με την παραλλαγή έχουν το ίδιο χρώμα, πρέπει εσύ να τον δαγκώνεις από το κρύο γιατί δεν πρέπει να δείχνεις πιο... φουσκωτός κι αυτό χαλάει στο μάτι του διοικητή. |
source: |
|
linguistic classification: | Παρωνυμικός σχηματισμός κατά το "ψοφόκρυο". |
registered in dbase: | 04-05-2014 10:40:02 AM |
author: | Φουρνoγεράκη Θεώνη |