| lemma:> | γαμάουα |
| part of speech:> | Adjective |
| inflective/noninflective: | Noninflective |
| etymology: | Από τη λέξη γαμάω, με προσθήκη στοιχείου -αουα. Στο www.slang.gr αναφέρεται το επιφώνημα "ουάου(α)". |
| meaning: | Χαρακτηρίζει κάποιον ή κάτι εξαιρετικό, "γαμάτο", "και γαμώ". |
| thematic category: | - |
| synonyms: | καυλερός, μπομπάτος, τζαμάουα, τουμπανέιρο, τούμπανο, φακάτος |
| opposites: | - |
| examples of use: | 1) Ο κόσμος, κι εγώ μαζί του, έχουμε βαρεθεί να βλέπουμε σε ταινίες και serials τους γαμάουα πανέμορφους γαλανομάτηδες (σαν εμένα) και τις γκομενάρες με τα ωραία στήθη και τις σωματάρες να φασώνονται ή να κάνουν έρωτα/sex μεταξύ τους. 2) Και σκέψου και το άλλο, τελειώνεις στα 4 χρόνια την άλλη σχολή (είσαι και πολύ γαμάουα) και μπαίνεις δεύτερο έτος πολυτεχνείο. |
| source: | 1) apostolosathinaios.wordpress.com
|
| linguistic classification: | Υβριδικός σχηματισμός. |
| registered in dbase: | 30-04-2014 20:07:43 PM |
| author: | ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ |