ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  λεβελιάζω
part of speech:  Verb
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από την αγγλική λέξη level (= επίπεδο) και το επίθημα -ιάζω.
meaning:  Χρησιμοποιείται συνήθως σε ηλεκτρονικά παιχνίδια και δηλώνει την πρόοδο/ βελτίωση είτε του παίκτη είτε του γενικότερου παιχνιδιού.
thematic category:  -
synonyms:  ανεβαίνω λέβελ, είμαι προ
opposites:  -
examples of use:  Στο Marvel Heroes όσο λεβελιάζεις τόσο μεγαλύτερη πρόσβαση αποκτάς σε κρυμμένους χαρακτήρες.
source:  

http://www.ps4forums.gr

 

 

linguistic classification:  -
registered in dbase:  04-05-2014 16:51:21 PM
author:  ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER λ - Λ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.144.82.128