lemma:> | λεβελιάζω |
part of speech:> | Verb |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από την αγγλική λέξη level (= επίπεδο) και το επίθημα -ιάζω. |
meaning: | Χρησιμοποιείται συνήθως σε ηλεκτρονικά παιχνίδια και δηλώνει την πρόοδο/ βελτίωση είτε του παίκτη είτε του γενικότερου παιχνιδιού. |
thematic category: | - |
synonyms: | ανεβαίνω λέβελ, είμαι προ |
opposites: | - |
examples of use: | Στο Marvel Heroes όσο λεβελιάζεις τόσο μεγαλύτερη πρόσβαση αποκτάς σε κρυμμένους χαρακτήρες. |
source: |
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 04-05-2014 16:51:21 PM |
author: | ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ |