lemma:> | λαίουρας/λέουρας, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη [πα]λαίουρας (αργκό του στρατού). |
meaning: | Χαρακτηρισμός που υποδηλώνει τον πιο παλιό σε σειρά στο στρατό. Βλ. και "παλαίουρας". |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | κωλόψαρο, νέοπας, ποντικαράς, ψαρούκλα |
examples of use: | Όσον αφορά την θητεία, Νικόλα, υπομονή σε 4 μήνες από τώρα, από νέος θα είσαι λέουρας, οπότε respect! |
source: |
|
linguistic classification: | Φαινόμενο αποκοπής (clipping). |
registered in dbase: | 04-05-2014 17:05:06 PM |
author: | ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ |