ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  λαίουρας/λέουρας, ο
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λέξη [πα]λαίουρας (αργκό του στρατού). 
meaning:  Χαρακτηρισμός που υποδηλώνει τον πιο παλιό σε σειρά στο στρατό. Βλ. και "παλαίουρας".
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:   κωλόψαρο, νέοπας, ποντικαράς, ψαρούκλα
examples of use:  Όσον αφορά την θητεία, Νικόλα, υπομονή σε 4 μήνες από τώρα, από νέος θα είσαι λέουρας, οπότε respect!
source:  

facebook.com

 

linguistic classification:  Φαινόμενο αποκοπής (clipping).
registered in dbase:  04-05-2014 17:05:06 PM
author:  ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER λ - Λ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.138.37.43