ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  μαγκαϊβεριά, η
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τον McGyver (ήρωα τηλεοπτικής σειράς προηγούμενων δεκαετιών που φημιζόταν για την εφευρετικότητά του).
meaning:  Χαρακτηρίζει ευφάνταστη και πρωτότυπη χρήση υλικών με απρόσμενα θετικό αποτέλεσμα ή ανεύρεση λύσης σε θέμα που αφορά τη τεχνολογία.
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  1) Μιά μικρή «Μαγκαϊβεριά» λοιπόν για ένα γρήγορο σνακ για συνοδεία nachos από την φίλη μου την Εύα.

2) Το άλλο φρέσκο twist της ταινίας είναι τεχνικό, η Μαγκαϊβεριά με την βιντεοκάμερα να δένεται πάνω στον σκελετό ενός περιστρεφόμενου ανεμιστήρα που πανάρει απειλητικά αριστερά-δεξιά τον χώρο.

source:  

1) laxtaristessyntages.blogspot.gr

2) gkoultoura.gr

linguistic classification:  -
registered in dbase:  05-05-2014 18:17:14 PM
author:  Μαγιώνος Γεώργιος

 

 

RETURN TO THE CHARACTER μ - Μ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.190.160.6