lemma:> | μαμίσιος, -α, -ο |
part of speech:> | Adjective |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη μαμά και το επίθημα -ίσιος. |
meaning: | Δηλώνει κάτι το γνήσιο ή το αυθεντικό ("από τη μάνα του"). |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | 1) Είναι ο μαμίσιος που ήρθε μαζί με τον υπολογιστή;
2) Ποιες οι ανάγκες του ανθρώπου-νεογνού (ο απολύτως φυσικός άνθρωπος, ο “μαμίσιος” άνθρωπος, όχι ο ιμιτασιόν). |
source: | 1) insomnia.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 05-05-2014 18:26:50 PM |
author: | Μαγιώνος Γεώργιος |