lemma:> | μινάρω |
part of speech:> | Verb |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Αναφέρεται προέλευση από το ιταλικό minare (= ναρκοθετώ, βάζω μίνες). |
meaning: | Χρησιμοποιείται αντί του «μαλακίζομαι», με τις αντίστοιχες σημασίες. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | 1) Να τα.. :roll: Λοιπόν, πού στο πέος κολλάνε οι BDC; Μπορεί να ακούω BDC και να τους θεωρώ θεούς, αλλά εδώ θίγω άλλο θέμα και εσύ μινάρεις.
2) Και δηλαδή την κάθε μέρα που βλέπεις ροζ ταινίες μινάρεις; |
source: | 1) hiphop.gr
2) ask.fm |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 05-05-2014 19:14:28 PM |
author: | Μαγιώνος Γεώργιος |