ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  μονιμάς, ο, μονιμού, η
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λέξη μόνιμος και το επίθημα -άς/-ού.
meaning:  Ο μόνιμος ή η μόνιμη (υπ)αξιωματικός των Ενόπλων Δυνάμεων.
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  1) Από clubbing τζίφος, η μονιμού κοιτάει μόνο από τον αγκώνα και κάτω.

2) Απλά εγώ ρώτησα έναν μονιμά στο Πεύκο και μου είπε για 17μηνο, γιατί δε νομίζω πως άλλαξε κάτι στο χρόνο θητείας των Ειδικών Δυνάμεων. 

source:  

1) troll-a-ktiko.blogspot.com

2) ellinikos-stratos.com

linguistic classification:  -
registered in dbase:  05-05-2014 22:50:54 PM
author:  Μαγιώνος Γεώργιος

 

 

RETURN TO THE CHARACTER μ - Μ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.217.140.224