lemma:> | μου γίνεται η γλώσσα γραβάτα |
part of speech:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | - |
meaning: | Κουράζομαι πολύ, με αποτέλεσμα να ανασαίνω με τη γλώσσα έξω. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Έτσι έχεις ένα ποδήλατο με φίξι λουκ, αλλά με δύο ταχύτητες με διαφορά 35-38% η μία από την άλλη ανάλογα την εταιρεία, δεν θα σου γίνει η γλώσσα γραβάτα στην πρώτη ανηφόρα. |
source: | 4tforum.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 05-05-2014 22:54:22 PM |
author: | Μαγιώνος Γεώργιος |