lemma:> | μουνόδουλος, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη μουνί και τη λέξη δούλος. |
meaning: | Αρσενικό που χαρακτηρίζεται από τέτοια προσήλωση στα θηλυκά ώστε να θεωρείται δούλος τους. |
thematic category: | - |
synonyms: | μουνοείλωτας |
opposites: | - |
examples of use: | Έβλεπες ότι ήταν ρομαντική και ήθελες να την πηδήξεις; Πλήρωνε τώρα, μαλάκα, και κάνε τον μαγεμένο, μουνόδουλε. |
source: | phorum.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 05-05-2014 23:09:41 PM |
author: | Μαγιώνος Γεώργιος |