lemma:> | μουνοείλωτας, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη μουνί και τη λέξη είλωτας (= δούλος στην αρχαία Σπάρτη). |
meaning: | Αρσενικό "υποδουλωμένο" στα θηλυκά. |
thematic category: | - |
synonyms: | μουνόδουλος |
opposites: | - |
examples of use: | Όλα τα τραγούδια του Παντελίδη περιγράφουν τον τέλειο μουνοείλωτα άντρα, τον ρεζίλα που ανέχεται το κάθε τσόλι και περιμένει να γυρίσει ξανά σ’ αυτόν, αφού τον φάει από μερικούς. Αυτοεκτίμηση 0. Αίσχος! |
source: | youtube.com |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 05-05-2014 23:11:43 PM |
author: | Μαγιώνος Γεώργιος |