lemma:> | μουράτος, -η, -ο |
part of speech:> | Adjective |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη μούρη και το επίθημα -άτος. |
meaning: | Για κάτι ή κάποιον που "φαίνεται ωραίο(ς)", που εντυπωσιάζει. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | 1) Το μαύρο είναι μουράτο, αλλά το άσπρο κρύβει καλά τυχόν γρατσουνιές!
2) Το αστροφυσικός είναι αρκετά μουράτο. Το πάνε και στο ρομαντικό οι γκόμενες «αστεράκια, φεγγαράκι κτλ.». Τώρα το "θεωρητικός φυσικός" είναι αρκετά ψαρωτικό, αλλά αμφιβάλλω αν καταλαβαίνουν οι περισσότερες τι ακριβώς είναι. Το πυρηνικός φυσικός (ή πυρηνικός επιστήμων!) παραπέμπει σε πιο φύτουκλα-τρελού επιστήμονα κατάσταση. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 05-05-2014 23:16:33 PM |
author: | Μαγιώνος Γεώργιος |