lemma:> | σαπίλα, η |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | - |
meaning: | Χαρακτηρισμός για κατάσταση τεμπελιάς, υπερβολικής χαλάρωσης και απραξίας που θυμίζει σήψη και αποσύνθεση των οργανικών ουσιών. |
thematic category: | - |
synonyms: | σάπινγκ |
opposites: | - |
examples of use: | - Πρώτη προπόνηση εχτές μετά από 17 μέρες αποχής. - Κι εγώ 1η μέρα σήμερα (24/8) μετά από σχεδόν μηνιαία αποχή από ΟΛΑ... σκέτη σαπίλα ήμουν! Σιχάθηκα τον εαυτό μου!! |
source: | bodybuilders.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 30-04-2014 21:10:39 PM |
author: | Σαλούστρου Βασιλική |