lemma:> | μπανάρω |
part of speech:> | Verb |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από την αγγλική λέξη ban (= απαγορεύω, διώχνω, και ειδικότερα απαγορεύω σε ένα πρόσωπο την πρόσβαση σε μια ηλεκτρονική υπηρεσία για κάποιο χρονικό διάστημα) και το επίθημα -άρω. |
meaning: | Αποκλείω κάποιον από μια διαδικτυακή κοινότητα συνήθως επειδή έχει παραβεί κάποιους κανόνες λειτουργίας της (π.χ. υβριστικά σχόλια, ανάρμοστη γλώσσα). |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | ξεμπανάρω |
examples of use: | 1) Προσωπικά, σε ανθρώπους που μου γράφουν με κεφαλαία σε αναρτήσεις στα προφίλ μου το επισημαίνω μία φορά ότι υπάρχουν και τα μικρά γράμματα στο πληκτρολόγιο και αν δεν εισακουστεί σβήνω τα σχόλια και μπανάρω τους φίλους που το κάνουν. 2) Θα παρακαλούσαμε να είστε ευπρεπείς στα μηνύματα που στέλνετε στο chat. Όσα μηνύματα έχουν υβριστικό χαρακτήρα θα σβήνονται και θα μπανάρεται ο λογαριασμός του συγγραφέα. |
source: |
2) volosnet.net |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 06-05-2014 21:20:19 PM |
author: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |