lemma:> | σάπι(ν)γκ, το |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Από τη λέξη σαπίζω και την αγγλική κατάληξη -ing. |
meaning: | Χαρακτηρισμός για κατάσταση τεμπελιάς, υπερβολικής χαλάρωσης και αποχής από κάθε δραστηριότητα. |
thematic category: | - |
synonyms: | σαπίλα |
opposites: | - |
examples of use: | Διάβασμα 0 - Κάψιμο 1. Χαμός. Όχι, δεν πήγα ούτε εγώ στο live σαν καλός μαλάκας. Θα συμφωνήσω με τον προλαλήσαντα, γαμεί το άβαταρ!!! Κατά τα αλλά σάπινγκ στην Αθήνα και αποτυχημένες απόπειρες για απόκτηση πτυχίου... |
source: | m.last.fm |
linguistic classification: | Υβριδικός σχηματισμός. |
registered in dbase: | 30-04-2014 21:19:12 PM |
author: | Σαλούστρου Βασιλική |