lemma:> | μπετόβλακας, ο / μπετότουβλο, το |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη μπετόν και τη λέξη βλάκας ή τούβλο. |
meaning: | Ο τελείως βλάκας. |
thematic category: | - |
synonyms: | βλακαμάς, βλακόβλακας, ζάβλακας, ζώγγολο, λακαμάς, μαβλάκας, παπαρομαλάκας, τριμάλαξ |
opposites: | - |
examples of use: | Το απέδειξα παραπάνω, ρε ηλίθιε μπετόβλακα, αλλά απ' ό, τι φαίνεται έχεις πρόβλημα κατανόησης! ΜΠΕΤΟΒΛΑΚΑ! Ε ΜΠΕΤΟΒΛΑΚΑ! |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 06-05-2014 22:30:38 PM |
author: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |