lemma:> | μπινιά, η |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη μπινές (= τουρκικά "πούστης", χρησιμοποιείται ως υβριστικός χαρακτηρισμός). |
meaning: | Ανέντιμη και ύπουλη πράξη. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Παιδιά, κάτι παίχτηκε σήμερα και δεν παίζει το παλιό Plug in που βλέπαμε στην τηλεόραση! Την έκανε την μπινιά η νόβα μού φαίνεται και το έκοψε. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 06-05-2014 22:38:36 PM |
author: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |