lemma:> | μπιρόνι, το |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη μπίρα και το επίθημα -όνι. |
meaning: | Ένα μπουκάλι ή κουτάκι μπίρας. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Αδικημένος, χωρίς όμως τρόπο αντίδρασης, πρέπει να νιώθει και ο Γερμανός Ντάνιελ Μπρουλ για την υποδειγματική ερμηνεία του στο Rush. Aν και ήταν υποψήφιος τόσο στο βραβείο της Ένωσης Ηθοποιών όσο και στις Χρυσές Σφαίρες, θα καταντήσει να χαζεύει τα Όσκαρ, χτυπώντας μπιρόνια σε καμιά μπιραρία στο Βερολίνο. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 06-05-2014 22:40:35 PM |
author: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |