lemma:> | σαπιομούνα, η |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τις λέξεις σάπιος και μουνί. |
meaning: | Υβριστικός χαρακτηρισμός για υπερβολικά άσχημη και απωθητική γυναίκα. |
thematic category: | - |
synonyms: | σάπια γκόμενα |
opposites: | _ |
examples of use: | - Στα ίσια δεν τους γουστάρω μία, έχω ρίξει τρελή καρατιά σε ζευγάρι που φιλιόταν στη στάση. - Και τι σε πειράζει, ρε μαλάκα, που φιλιούνται. Εδώ εσύ δαχτυλιάζεις σε κοινή θέα την κάθε χοντρή σαπιομούνα και μας κόβεις την όρεξη. |
source: | electricrequiem.com |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 30-04-2014 21:26:15 PM |
author: | Σαλούστρου Βασιλική |