lemma:> | μπριζώνω |
part of speech:> | Verb |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη μπρίζα και το επίθημα -ώνω. |
meaning: | α) Βάζω κάποιον ή μπαίνω ο ίδιος "στην μπρίζα", παρακινώ, κινητοποιώ κάποιον (ή τον εαυτό μου) για να κάνει κάτι. β) Νευριάζω κάποιον ή νευριάζω ο ίδιος. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | α) Αυτό, όμως, που αυτή την εποχή μπριζώνει τους ανθρώπους και αποφασίζουν να προβούν σε νέες ενέργειες είναι ότι φτάνει το τέλος του χρόνου. β) Μια συμπεριφορά που με μπριζώνει. Πας να κατέβεις το λεωφορείο και έρχεται το μπουλούκι των βαρβάρων να μπει και σε τσαλαπατάει, λες και θα τους αφήσει έξω. Ή η άλλη συμπεριφορά που με εκνευρίζει, γονιός που επιβραβεύει το παιδί του όταν βρίζει και το παροτρύνει να βρίσει με φράσεις του στιλ «τι είναι ο θείος, παιδί μου;». |
source: | α) noizy.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 07-05-2014 00:00:34 AM |
author: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |