lemma:> | μυρουδιάς/μυρωδιάς, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | |
meaning: | Αυτός που παρουσιάζει τον εαυτό του ως γνώστη ενός αντικειμένου, αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι δεν είχε ιδέα (κυρίως χρησιμοποιείται για τις αθλητικές δραστηριότητες). |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Απ' ό,τι κατάλαβα πρέπει να είσαι μυρουδιάς από μπάλα, και με αυτά που γράφεις και δίνεις βάση στην περίοδο της προετοιμασίας και στην απόδοση των παικτών σημαίνει ότι δεν ακούμπησες μπάλα ποτέ στην ζωή σου. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 07-05-2014 00:10:39 AM |
author: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |