lemma:> | νέοπας/νέωψ, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη νέος και σχηματισμό κατά τη λόγια κλίση σε -ωψ, -οπος (π.χ. ο Χέωψ, του Χέοπος). |
meaning: | α) Ο νεοσύλλεκτος που κατατάσσεται στο στρατό. β) Ο καινούριος και άπειρος σε έναν τομέα. |
thematic category: | - |
synonyms: | α) κωλόψαρο, ποντικαράς, ψάρακλας β) νεούδι, νουμπάς, ποντικαράς, ψάρακλας |
opposites: | α) λέουρας, παλαίουρας |
examples of use: | α) Βλέπω πολλές και διάφορες λίστες με πράγματα που καλό είναι να πάρει ένας νέοπας φαντάρος μαζί του στο στρατό. Όλες τους όμως έχουν ένα βασικό μειονέκτημα: δεν λαμβάνουν υπόψιν τους RPGάδες. Για όλους εσάς, λοιπόν, που πάτε να υπηρετήσετε τη μαμά πατρίδα και ασχολείστε με την ευγενή τέχνη, σας δίνω την δικιά μου, βελτιωμένη εκδοχή, από ψαρούκλα για ψαρούκλες. β) «Νέοπας ζητά βοήθεια στην εγκατάσταση wifi δικτύου σε linux». Όπως το υποδηλώνει και ο τίτλος είμαι νεοφερμένος στο linux και ο μόνος προγραμματισμός που ξέρω είναι αυτός των καναλιών της τηλεόρασης. |
source: | α) einaimpelalidiko.blogspot.gr β) awmn.net |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 07-05-2014 00:22:40 AM |
author: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |