lemma:> | νεούδι, το |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από το νέος και το υποκοριστικό επίθημα -ούδι. |
meaning: | α) Ο νεοσύλλεκτος που κατατάσσεται στο στρατό. β) Αυτός που είναι καινούριος, άπειρος σε έναν τομέα. |
thematic category: | - |
synonyms: | α) κωλόψαρο, ποντικαράς, ψάρακλας β) νέοπας, νουμπάς, ποντικαράς, ψάρακλας |
opposites: | α) λέουρας, παλαίουρας |
examples of use: | α) Νεούδι στο στρατό (ούτε 6μηνο δεν είχα κλείσει ακόμη) μας μάζεψαν όλες τις γυναίκες στρατιωτιικούς της Μεραρχίας για εκπαίδευση. β) Και εγώ ένα νεούδι είμαι στο χώρο αυτό, πράγμα όμως που δεν με τρομάζει και ιδιαίτερα, μιας και μου δίνεται η ευκαιρία να μάθω πράγματα που επιθυμώ από ανθρώπους που μπορεί κάποιος με την δική μου εμπειρία και γνώση να τους προσάψει το προσωνύμιο του δασκάλου. |
source: | α) tear.gr β) dpgr.gr
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 07-05-2014 00:30:00 AM |
author: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |