lemma:> | ντεθμεταλάς, ο, ντεθμεταλού, η |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από την ντεθ μέταλ μουσική (αγγλ. death metal) και το επίθημα –άς/–ού. |
meaning: | Αυτός που ακούει death metal μουσική (συνήθως και με την ανάλογη εξωτερική εμφάνιση). |
thematic category: | - |
synonyms: | ντεθάς, ντεθού |
opposites: | - |
examples of use: | Γεια σας, ντεθμεταλάδες, Όπως κάποιοι από σας πιθανόν ξέρετε, το death metal κάθε άλλο παρά είναι το φόρτε μου. Ακούστε τώρα όμως: καμιά φορά πέφτω τυχαία πάνω σε πράγματα που μ' αρέσουν. Να, τώρα τελευταία, έπεσα πάνω στους Power from Hell. Αυτό που θέλω από σας τώρα, όποιος δε βαριέται δηλαδή, είναι να μου πείτε κι άλλες τέτοιες μπάντες, παλιές και καινούριες. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 07-05-2014 01:08:07 AM |
author: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |