lemma:> | σαύρα, η |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | - |
meaning: | α) Υβριστικός χαρακτηρισμός για πολύ άσχημη και απωθητική γυναίκα. β) Χαρακτηρισμός για πολύ χαμηλωμένο αυτοκίνητο, το οποίο μοιάζει να σέρνεται στο έδαφος, όπως η σαύρα. |
thematic category: | - |
synonyms: | α) θεόμπαζο, μπαζόλα, μπαζόμπαζο, μπαλότσα, παντζούρω, πατόλα, πατσόλα β) σαυρίδι |
opposites: | - |
examples of use: | α) -Η κάθε άσχημη σαύρα βρίσκει γελοίους τρόπους να ξεχωρίζει... βλέπε Lady Gaga κτλ. Η από πάνω σαύρα αξίζει λιώσιμο με Wehrmacht αρβύλα! - Πάντως δεν είναι σαύρα, όπως λες... 50 γκόμενοι την φλερτάρουν από ό,τι μαθαίνω. β) Το αμάξι είναι κούτσουρο. Μπαίνω σε στροφή και δεν κάθεται ούτε χιλιοστό. Χαμηλωμένο, σαύρα, δεν έχει πιο κάτω. |
source: | α) gazzetta.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 30-04-2014 21:32:20 PM |
author: | Σαλούστρου Βασιλική |