ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  σαύρα, η
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  -
meaning:  

α) Υβριστικός χαρακτηρισμός για πολύ άσχημη και απωθητική γυναίκα.

β) Χαρακτηρισμός για πολύ χαμηλωμένο αυτοκίνητο, το οποίο μοιάζει να σέρνεται στο έδαφος, όπως η σαύρα.

thematic category:  -
synonyms:  

α) θεόμπαζο, μπαζόλα, μπαζόμπαζο, μπαλότσα, παντζούρω, πατόλα, πατσόλα

β) σαυρίδι 

opposites:  -
examples of use:  

α) -Η κάθε άσχημη σαύρα βρίσκει γελοίους τρόπους να ξεχωρίζει... βλέπε Lady Gaga κτλ. Η από πάνω σαύρα αξίζει λιώσιμο με Wehrmacht αρβύλα!

- Πάντως δεν είναι σαύρα, όπως λες... 50 γκόμενοι την φλερτάρουν από ό,τι μαθαίνω.

β) Το αμάξι είναι κούτσουρο. Μπαίνω σε στροφή και δεν κάθεται ούτε χιλιοστό. Χαμηλωμένο, σαύρα, δεν έχει πιο κάτω.

source:  

α) gazzetta.gr

β) windsurfing.gr

linguistic classification:  -
registered in dbase:  30-04-2014 21:32:20 PM
author:  Σαλούστρου Βασιλική

 

 

RETURN TO THE CHARACTER σ - Σ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.225.195.4