lemma:> | σπασοκλαμπάνιας, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τις λέξεις σπάω και κλαμπάνια (= αρχίδια). |
meaning: | Υβριστικός χαρακτηρισμός για κάποιον πολύ ενοχλητικό και εκνευριστικό, που σπάει τα νεύρα με τη συμπεριφορά και την επιμονή του. |
thematic category: | - |
synonyms: | σπαζαρχίδης |
opposites: | - |
examples of use: | Δεν μπορώ πραγματικά να καταλάβω πώς γίνεται κάποιος να φεύγει απ' το σπίτι και να μην παίρνει μαζί κινητό. Πόσο θα σου κοστίσει να το βάλεις στην τσεπούλα σου; Γιατί, αν μένεις με παρέα στο σπίτι, τότε θα spamάρεις τ' αρχίδια των άλλων που θα ακούνε το κινητό σου όσο εσύ θα λείπεις (ειδικά άμα σε καλεί κανένας επίμονος σπασοκλαμπάνιας που το αφήνει να χτυπήσει και 15 φορές). |
source: | ksenerotes.blogspot.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 30-04-2014 22:17:49 PM |
author: | Σαλούστρου Βασιλική |