lemma:> | σπαζ(σ)αρχίδης/σπαζ(σ)αρχίδας, ο, σπαζ(σ)αρχίδω, η |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τις λέξεις σπάω και αρχίδια. |
meaning: | Υβριστικός χαρακτηρισμός για κάποιον πολύ ενοχλητικό και εκνευριστικό, που σπάει τα νεύρα με τη συμπεριφορά και την επιμονή του. |
thematic category: | - |
synonyms: | σπασοκλαμπάνιας |
opposites: | - |
examples of use: | 1) Δε θέλω να φανώ σπασαρχίδης, αλλά αυτό δεν είναι το αυθεντικό "Παζλ στον Αέρα" από το "Ντισκολάτα". Είναι κάποιο remix. Ψάξε λίγο καλύτερα και ανανέωσε το info. 2) Φυσικά έπεσα πάλι πάνω στην εξαίρεση, καθώς άμα δεν στείλω πάνω από 10 μηνύματα και e-mail και άμα δεν γίνω σπαζαρχίδω κανένας δεν μου απαντάει για να με βοηθήσει. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 30-04-2014 22:23:20 PM |
author: | Σαλούστρου Βασιλική |