lemma:> | ζάβλακας, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από συμφυρμό των λέξεων ζαβός και βλάκας. |
meaning: | Χαζός, βλάκας. |
thematic category: | - |
synonyms: | βλακαμάς, βλακόβλακας, ζώγγολο, λακαμάς, μαβλάκας, μπετόβλακας, παπαρομαλάκας, τριμάλαξ |
opposites: | - |
examples of use: | Άλλος ζάβλακας κι αυτος. Το πρόβλημα είναι τι θα απογίνουν οι πρόεδροι των τμημάτων; |
source: | |
linguistic classification: | Φαινόμενο συμφυρμού (blending). |
registered in dbase: | 08-05-2014 17:56:03 PM |
author: | Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα |