ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  ηλεκτρόνιο, το
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  -
meaning:  Χαρακτηρισμός για άνθρωπο που «τρέχει όλη μέρα», γυρίζει «σαν σβούρα», όπως το ηλεκτρόνιο περιστρέφεται γύρω από τον πυρήνα του ατόμου.
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:   Γεια σου, ρε Δημήτρη, χάθηκα το ξέρω άλλα τρέχω πολύ με ένα νέο project και έφτιαξε και ο καιρός οπότε τα ΣΚ τρέχω για αναρριχήσεις και ορειβασίες... με έπιασε και μια τρέλα να ξαναρχίσω να παίζω καθημερινά κιθάρα γιατί την είχα αφήσει πολλά χρόνια, έχω και κάθε μέρα προπόνηση, οπότε έχω γίνει ηλεκτρόνιο.. 
source:   forum.atheia.gr
linguistic classification:  -
registered in dbase:  08-05-2014 18:08:50 PM
author:  Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα

 

 

RETURN TO THE CHARACTER η - Η

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.221.12.61