| lemma:> | ηντάρης, ο, ηντάρα, η |
| part of speech:> | Noun |
| inflective/noninflective: | Inflective |
| etymology: | Από τη λέξη (πεν)ήντα. |
| meaning: | Χρησιμοποιείται για χαρακτηρισμό ηλικίας ατόμου όταν είναι πάνω πενήντα ετών. |
| thematic category: | - |
| synonyms: | - |
| opposites: | - |
| examples of use: | Ζώο ένας ηντάρης Ελληνάρας, ο οποίος μου κόρναρε μανιασμένα κάθε φορά που σε δρόμο διπλής κατεύθυνσης με μια λωρίδα ανά κατεύθυνση δεν έκλεινα τις διασταυρώσεις όταν μπλόκαρε ο δρόμος μπροστά, με συνέπεια να διευκολύνονται να περάσουν απέναντι ή (το χειρότερο) να στρίβουν και να μπαίνουν μπροστά μου στη σειρά αυτοκίνητα που έρχονταν από τους κάθετους δρόμους. |
| source: | 4tforum.gr |
| linguistic classification: | Φαινόμενο αποκοπής (clipping). |
| registered in dbase: | 08-05-2014 18:11:26 PM |
| author: | Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα |