lemma:> | σπαμάρισμα, το |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από το ρήμα σπαμάρω [σπαμ (spam) + -άρω]. |
meaning: | α) Η μαζική αποστολή μηνυμάτων ηλεκτρονικής αλληλογραφίας σε μια προσπάθεια προώθησης προϊόντων ή ιδεών. Τα μηνύματα αυτά (σπαμ) είναι συνήθως ενοχλητικά και ανεπιθύμητα. β) Σε φόρουμ και ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης η ανάρτηση άσχετων μηνυμάτων, τα οποία διασπούν τη συνοχή της ηλεκτρονικής συζήτησης και εκνευρίζουν τους διαδικτυακούς συνομιλητές. |
thematic category: | - |
synonyms: | β) τρολάρισμα |
opposites: | - |
examples of use: | α) - Παιδιά, πρέπει να την αγοράσετε την πρωτεΐνη… Αξίζει πραγματικά και γιατι είναι η πιο φθηνή iso και γιατι έχει φοβερή γεύση και πολύ καλή διαλυτότητα και δεν σου βαραίνει το στομάχι καθόλου. - Δεν κόβεις λίγο το σπαμάρισμα με τις έρευνες τα βίντεο και τα λοιπά; Ό,τι γουστάρει θα πάρει ο καθένας και δεν περιμένει έρευνες και διαφημίσεις για να δει ότι είναι καλή, αγνή και ό,τι άλλο νομίζεις εσύ. Ποιος σου είπε ότι με διαφημίσεις και μουφοέρευνες καθιστάς μια πρωτεΐνη καλή??? β) - Ποπό! Χαζολογούμε και σε λάθος τόπικ… - Πολύ σπαμάρισμα έπεσε… Οφ τόπικ… |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 30-04-2014 22:30:20 PM |
author: | Σαλούστρου Βασιλική |