ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  στακάκι, το
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λέξη στακ (αγγλ. stack) και το επίθημα -άκι.
meaning:  Χαρακτηρισμός για το πακέτο αναβολικών ουσιών που καταναλώνουν κάποιοι από αυτούς που ασχολούνται με τη σωματοδόμηση (body-building) ή τον πρωταθλητισμό. 
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  

 - Θα σου πρότεινα το εξής: pre-workout Jack3d, πρωτεΐνη 80% concentrate, κρεατίνη Creapure, πολυβιταμίνη Vitamin D – 2500/3000 IU, Omega 3. - Μια χαρά στακάκι προτείνεις!

source:  bodybuilding.gr
linguistic classification:  -
registered in dbase:  30-04-2014 22:49:19 PM
author:  Σαλούστρου Βασιλική

 

 

RETURN TO THE CHARACTER σ - Σ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.188.68.115