lemma:> | δεινοσαυρίλα, η |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη δεινόσαυρος και το επίθημα -ίλα. |
meaning: | Χρησιμοποιείται για κάτι πολύ παλιό ή παλιομοδίτικο. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Πού είναι το πρόβλημα; Μια χαρά γράφει η κοπέλα! Τόσα χρόνια στα ιντερνέτς, τι ακριβώς σας φαίνεται περίεργο;; Εκτός που τα γκρίκλις έχουν δική τους ορθογραφία, π.χ. ποτέ δε λες "baniera", αλλά "mpaniera", εκτός αν είσαι κάφρος, αυτή η εμμονή με την καθαρή γραφή δεινοσαυρίλα μου μυρίζει! |
source: | spitoskylo.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 10-05-2014 12:11:32 PM |
author: | Βαλσαμή Αργυρώ |