lemma:> | μου φεύγει το κλαπέτο |
part of speech:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Κλαπέτο (γαλλ. clapet = βαλβίδα): μηχανικό σύστημα στο φρενάρισμα των βαρέων οχημάτων. Σε μέρη της Ηπείρου το "κλαπέτο" χρησιμοποιείται μεταφορικά για τη λέξη "μυαλό". |
meaning: | Χάνω το μυαλό μου, τρελαίνομαι. |
thematic category: | - |
synonyms: | -
|
opposites: | - |
examples of use: | Για του λόγου το αληθές ψάξτε αύριο να βρείτε τα γκολ της αναμέτρησης και θα σας φύγει το κλαπέτο! Ειδικά τα δύο γκόολ της Σέρο Πορτένιο στο Β' ημίχρονο είναι να γλείφεις τα δάχτυλά σου!
|
source: |
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 13-05-2014 20:52:38 PM |
author: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |