lemma:> | σταντέ/στανταρέ |
part of speech:> | Adjective |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Από τη λέξη στάνταρ (αγγλ. standard) και το επίθημα -έ (γαλλικό -é), όπως π.χ. στις λέξεις "κυριλέ", "τζαμπέ". |
meaning: | Σίγουρος (και ως επίρρ. "σίγουρα"), στάνταρ. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | 1) - Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει αυτό με την πενικιλίνη και τα βακτήρια στο μάθημα της Γενικής Φυτοπαθολογίας; - Αυτό με την πενικιλίνη δεν είναι και πολύ σημαντικό… Διάβασε τα πιο σταντέ. 2) [ως επίρρ.] Επειδή σταντέ δεν είμαι ο μόνος που βαριέται, ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΟΛΟΙ από κάτω ότι θέλετε να κάνουμε ένα 'τσατ' !
|
source: | 1) gewponoi.com |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 30-04-2014 23:16:25 PM |
author: | Σαλούστρου Βασιλική |