lemma:> | φακάτος, -η, -ο |
part of speech:> | Adjective |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από την αγγλική λέξη fuck (= γαμάω) και το επίθημα -άτος (κατά το "γαμάτος"). |
meaning: | Ο καταπληκτικός, ο πολύ καλός στο είδος του. |
thematic category: | - |
synonyms: | γαμάουα, μπομπάτος, τζαμάουα, τουμπανέιρο, τούμπανο
|
opposites: | - |
examples of use: | Είναι η μόνη σοβαρή λύση, γιατί ο ένας και μοναδικός developer είναι προγραμματιστής φακάτος και ξέρει πολύ καλά τι κάνει. |
source: | linuxmint.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 29-07-2014 14:54:25 PM |
author: | Παναγόπουλος Παναγιώτης |