ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  φασώνομαι
part of speech:  Verb
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λέξη φάση και το επίθημα -ώνω.
meaning:  Κάνω ερωτικές περιπτύξεις. 
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  Κάποια στιγμή άρχισα να φασώνομαι με ένα παιδί και ήταν τόσο γλυκός και γενικά μου ‘χει φερθεί απίστευτα. 
source:  sumvouladiko.tumblr.com
linguistic classification:  -
registered in dbase:  29-07-2014 15:05:07 PM
author:  Παναγόπουλος Παναγιώτης

 

 

RETURN TO THE CHARACTER φ - Φ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.144.235.138