| lemma:> | φίφας, ο |
| part of speech:> | Noun |
| inflective/noninflective: | Inflective |
| etymology: | Για τη σημασία (α) δεν αναφέρεται αξιόπιστη ετυμολογία. |
| meaning: | α) Χαρακτηρισμός για κάποιον με μικρό πέος. β) Ο φανατικός παίκτης των βιντεοπαιχνιδιών ποδοσφαίρου FIFA. |
| thematic category: | - |
| synonyms: | - |
| opposites: | - |
| examples of use: | α) Για όσους απορούν πώς μπορεί ένα κοινό γυναικάκι να ρίξει άκυρο στον καπετάνιο, κακές γλώσσες θέλουν τον Τάκη να είναι φίφας.
β) Ενώ και εγώ είμαι/ήμουν φίφας από το '08 (πέρσι γενικά δεν έπαιξα πολύ -σύγχρονη- μπαλίτσα, και πριν το 08 ήμουν στο Pro), χτες κατέβασα το ντέμο του Pro και ομολογουμένως μου άρεσε αρκετά. |
| source: | |
| linguistic classification: | - |
| registered in dbase: | 30-07-2014 15:13:04 PM |
| author: | Παναγόπουλος Παναγιώτης |