ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  συμφορουμίτης, ο, συμφορουμίτισσα, η
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τις λέξεις συν και φόρουμ (κατ’ αντιστοιχία με το "συνάδελφος" κτλ.).
meaning:  Άτομο με το οποίο βρισκόμαστε στο ίδιο φόρουμ και συζητάμε για διάφορα θέματα.
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  Πάντως οι φωτογραφίες που ανέβασε ο φίλος συμφορουμίτης δεν είναι κάτι ιδιαίτερο κατά την ταπεινή μου άποψη.
source:  myphone
linguistic classification:  Υβριδικός σχηματισμός.
registered in dbase:  03-08-2014 22:02:57 PM
author:  Κουβάρα Ειρήνη

 

 

RETURN TO THE CHARACTER σ - Σ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.139.72.152