lemma:> | δίκας, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη δι[οι]κ[ητή]ς κατά την κλίση των αρσενικών σε -ας. |
meaning: | Στην αργκό του στρατού ο διοικητής μονάδας. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | - Απλά του έχει κολλήσει ότι την ημέρα που απολύεσαι μπορεί να σε καλέσει ο δίκας να ξαναμπείς (μόνο για εκείνη τη μέρα) αλλά αν έχεις απολυθεί μου φαίνεται παράλογο να μπορεί να γίνει αυτό. Λοοοοοολ, εγώ απολύθηκα ήδη. - Δεν παίζει αυτό. Εφόσον είσαι πολίτης δεν μπορεί να σου πει τίποτα κάνεις. Μαλακίες τούς λέει για να τους ψαρώσει ο δίκας. |
source: | insomnia.gr |
linguistic classification: | Φαινόμενο αποκοπής (clipping). |
registered in dbase: | 04-08-2014 23:29:20 PM |
author: | Σαλούστρου Βασιλική |