lemma:> | ζώγγολο, το |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τις λέξεις ζώο και μόγγολο. |
meaning: | Ο τελείως βλάκας, ο ηλίθιος. |
thematic category: | - |
synonyms: | βλακαμάς, βλακόβλακας, ζάβλακας, λακαμάς, μαβλάκας, μπετόβλακας, παπαρομαλάκας, τριμάλαξ |
opposites: | - |
examples of use: | Ήμασταν γκαδερισμένοι και κάναμε σάπινγκ γιατί δύο βράδια ήμασταν Ο-μι-τζι και τρία ΛΟΛ. Χοντρό λεβέλιασμα και άρχισα να βαράω πρέζες γιατί το ζώγγολο σκάλωσε με μια φλόμπα, σαύρα μιλάμε, έλεος και κλασικά το λούσαμε χτες και προχτές. Ούτε ένα μιλφάκι δεν πήραμε. |
source: | aixmi.gr |
linguistic classification: | Φαινόμενο συμφυρμού (blending). |
registered in dbase: | 04-08-2014 23:37:51 PM |
author: | Σαλούστρου Βασιλική |