lemma:> | στη σπίντα |
part of speech:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Από την αγγλική λέξη speed (= ταχύτητα) ως ονομασία ναρκωτικής ουσίας που προκαλεί υπερδιέγερση. |
meaning: | Λέγεται όταν κάποιος βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς έντασης. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Αναρωτιέμαι γιατί να θεωρείται πατριώτης αυτός που βλέπει παντού εχθρούς, είναι συνέχεια στη σπίντα, βγάζει όλους τους άλλους προδότες και ωρύεται… |
source: | tuki8eblom.blogspot.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 02-05-2014 16:26:55 PM |
author: | Σέργης Γεώργιος |